πεπειραμένους

πεπειραμένους
πεπειρᾱμένους , πειράω
attempt
perf part mp masc acc pl (attic)
πεπειρᾱμένους , πειράω
attempt
perf part mp masc acc pl (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ορμηνεύω — (Μ ὁρμηνεύω) συμβουλεύω, καθοδηγώ, νουθετώ νεοελλ. 1. υποδεικνύω σε κάποιον κάτι 2. φρ. «μάρτυρας ορμηνεμένος» μάρτυρας που καταθέτει ενώπιον τού δικαστηρίου ό,τι τού έχει υποδείξει ο διάδικος ο οποίος τον έχει προτείνει ως μάρτυρα 3. παροιμ.… …   Dictionary of Greek

  • παππούς — ο 1. ο πατέρας τού πατέρα ή τής μητέρας σε σχέση με τα τέκνα τους, ο πάππος 2. γέροντας, ηλικιωμένος 3. στον πληθ. οι παππούδες οι πρόγονοι, οι προγενέστεροι 4. παροιμ. «έλα, παππού, να σού δείξω τ αμπελοχώραφά σου» λέγεται για εκείνους που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”